αμονοπώλητος

αμονοπώλητος
-η, -ο [μονοπωλώ]
1. αυτός που δεν μονοπωλήθηκε, δεν περιλήφθηκε σε είδη μονοπωλίου
2. αυτός που δεν ανήκει ή δεν μπορεί να ανήκει αποκλειστικά και προνομιακά στους λίγους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμονοπώλητος — η, ο αυτός που δε μονοπωλήθηκε: Οι συγκοινωνίες ήταν τότε αμονοπώλητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”